- διακόλλημα
- το (Α διακόλλημα) [δια κολλώ]1. ύλη με την οποία γίνεται η συγκόλληση, κόλλα2. ύλη με την οποία γίνεται η απόφραξη, στουπί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διακόλλημα — stuffing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)